tentative
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtentative (en)
Επίθετο
επεξεργασίαtentative (en)
- δοκιμαστικός, πειραματικός
- αβέβαιος
- προκαταρκτικός, υποκείμενος σε μελλοντικές αλλαγές
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtentative (fr) θηλυκό
- η προσπάθεια, η δοκιμή, η απόπειρα
- Après plusieurs tentatives, il a abandonné : εγκατέλειψε μετά πολλές προσπάθειες.