Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδικάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

επιδικάζω

  1. αναγνωρίζω απαίτηση ευνοϊκή για τον αιτούντα (προφέρεται ως τελική ετυμηγορία από δικαστήριο)
  2. αναγνωρίζω, δέχομαι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία