προδικάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προδικάζω < (ελληνιστική κοινή) προδικάζω < αρχαία ελληνική δικάζω < δίκη
Ρήμα
επεξεργασίαπροδικάζω (παθητική φωνή: προδικάζομαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προδικασία
- προδικαστικά
- προδικαστικός
- → δείτε τις λέξεις προ, δικάζω και δίκη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προδικάζω | προδίκαζα | θα προδικάζω | να προδικάζω | προδικάζοντας | |
β' ενικ. | προδικάζεις | προδίκαζες | θα προδικάζεις | να προδικάζεις | προδίκαζε | |
γ' ενικ. | προδικάζει | προδίκαζε | θα προδικάζει | να προδικάζει | ||
α' πληθ. | προδικάζουμε | προδικάζαμε | θα προδικάζουμε | να προδικάζουμε | ||
β' πληθ. | προδικάζετε | προδικάζατε | θα προδικάζετε | να προδικάζετε | προδικάζετε | |
γ' πληθ. | προδικάζουν(ε) | προδίκαζαν προδικάζαν(ε) |
θα προδικάζουν(ε) | να προδικάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προδίκασα | θα προδικάσω | να προδικάσω | προδικάσει | ||
β' ενικ. | προδίκασες | θα προδικάσεις | να προδικάσεις | προδίκασε | ||
γ' ενικ. | προδίκασε | θα προδικάσει | να προδικάσει | |||
α' πληθ. | προδικάσαμε | θα προδικάσουμε | να προδικάσουμε | |||
β' πληθ. | προδικάσατε | θα προδικάσετε | να προδικάσετε | προδικάστε | ||
γ' πληθ. | προδίκασαν προδικάσαν(ε) |
θα προδικάσουν(ε) | να προδικάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προδικάσει | είχα προδικάσει | θα έχω προδικάσει | να έχω προδικάσει | ||
β' ενικ. | έχεις προδικάσει | είχες προδικάσει | θα έχεις προδικάσει | να έχεις προδικάσει | ||
γ' ενικ. | έχει προδικάσει | είχε προδικάσει | θα έχει προδικάσει | να έχει προδικάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προδικάσει | είχαμε προδικάσει | θα έχουμε προδικάσει | να έχουμε προδικάσει | ||
β' πληθ. | έχετε προδικάσει | είχατε προδικάσει | θα έχετε προδικάσει | να έχετε προδικάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προδικάσει | είχαν προδικάσει | θα έχουν προδικάσει | να έχουν προδικάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προδικάζω
|