Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προδικαστικός η προδικαστική το προδικαστικό
      γενική του προδικαστικού της προδικαστικής του προδικαστικού
    αιτιατική τον προδικαστικό την προδικαστική το προδικαστικό
     κλητική προδικαστικέ προδικαστική προδικαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προδικαστικοί οι προδικαστικές τα προδικαστικά
      γενική των προδικαστικών των προδικαστικών των προδικαστικών
    αιτιατική τους προδικαστικούς τις προδικαστικές τα προδικαστικά
     κλητική προδικαστικοί προδικαστικές προδικαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προδικαστικός (μαρτυρείται από το 1833)[1]< προδικασία + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préjudiciel[2])

  Επίθετο επεξεργασία

προδικαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 842, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. προδικαστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)