προδικαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προδικαστικός (μαρτυρείται από το 1833)[1]< προδικασία + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préjudiciel[2])
Επίθετο
επεξεργασίαπροδικαστικός, -ή, -ό
- (νομικός όρος) που έχει σχέση με την προδικασία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- προδικαστικά
- → δείτε τη λέξη προδικασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία προδικαστικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 842, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ προδικαστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)