préjudiciel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- préjudiciel < préjudice
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préjudiciel | préjudiciels |
θηλυκό | préjudicielle | préjudicielles |
préjudiciel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préjudiciel | préjudiciels |
θηλυκό | préjudicielle | préjudicielles |
préjudiciel (fr)