• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δικαστίνα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικαστίνα οι δικαστίνες
      γενική της δικαστίνας των δικαστίνων
    αιτιατική τη δικαστίνα τις δικαστίνες
     κλητική δικαστίνα δικαστίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δικαστίνα < δικαστής + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δικαστίνα θηλυκό

  1. (προφορικό, επάγγελμα) γυναίκα δικαστής
  2. (προφορικό) σύζυγος δικαστή

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • δικαστής

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δικαστίνα
  • γαλλικά : juge (fr), magistrate (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δικαστίνα&oldid=6520019"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Δεκεμβρίου 2023, στις 16:04

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Δεκεμβρίου 2023, στις 16:04.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας