Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδικαστέος η καταδικαστέα το καταδικαστέο
      γενική του καταδικαστέου της καταδικαστέας του καταδικαστέου
    αιτιατική τον καταδικαστέο την καταδικαστέα το καταδικαστέο
     κλητική καταδικαστέε καταδικαστέα καταδικαστέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδικαστέοι οι καταδικαστέες τα καταδικαστέα
      γενική των καταδικαστέων των καταδικαστέων των καταδικαστέων
    αιτιατική τους καταδικαστέους τις καταδικαστέες τα καταδικαστέα
     κλητική καταδικαστέοι καταδικαστέες καταδικαστέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταδικαστέος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

καταδικαστέος

  1. που υπόκειται σε καταδίκη
  2. που αξίζει να καταδικαστεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία