δικάσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικάσιμος < αρχαία ελληνική
Επίθετο επεξεργασία
δικάσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να δικαστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικάσιμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικάσιμος θηλυκό (καθομιλουμένη) δικάσιμη
- (νομικός όρος) η μέρα κατά την οποία διεξάγεται μια δίκη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικάσιμος
|