δεδικασμένο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Πιθανώς μετάφραση του γαλλικού chose jugée.
- Ουδέτερο της μετοχής του παθητικού παρακείμενου του ρήματος δικάζω.
- Καθαρεύουσα : δεδικασμένον
ΜετοχήΕπεξεργασία
δεδικασμένο ουδέτερο (η μετοχή αυτή έχει ουσιαστικοποιηθεί)
- η δέσμευση που απορρέει από μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση
- δικαστική απόφαση που δεν μπορεί να ακυρωθεί από άλλη και αποτελεί νόμο για την έκδοση απόφασης σε παρόμοια υπόθεση
- το δεδικασμένο μεταξύ διαδίκων