ΔΦΑ : /ðe.ði.kaˈzme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεδικασμένο

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεδικασμένο ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) η δέσμευση που απορρέει από μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση
  2. (νομικός όρος) δικαστική απόφαση που δεν μπορεί να ακυρωθεί από άλλη και αποτελεί νόμο για την έκδοση απόφασης σε παρόμοια υπόθεση
      το δεδικασμένο μεταξύ διαδίκων

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
δεδικασμένο: κλτικός τύπος

Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία