καταδικασθείς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταδικασθείς μετοχή αορίστου του ρήματος καταδικάζομαι (καθαρεύουσα)
ΜετοχήΕπεξεργασία
καταδικασθείς, καταδικασθείσα, καταδικασθέν
- που έχει καταδικασθεί, μετοχή πιο άμεση, λιγότερη περιφραστική από τον καταδικασμένο, που χρησιμοποιείται πλέον κυρίως σε επίσημα έγγραφα
- Ο καταδικασθείς σε 20ετή κάθειρξη
- Η καταδικασθείσα άσκησε έφεση
- Εκτελέστηκαν τελικά οι καταδικασθέντες για ληστεία! (εκείνοι που είχαν καταδικαστεί
- Αθώους έκρινε ο Άρειος Πάγος τους καταδικασθέντες σε θάνατο κατά τη «Δίκη των Έξι» μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από αίτηση για αναψηλάφηση της δίκης από τον εγγονό ενός από τους καταδικασθέντες