Δείτε επίσης: καταδικαστείς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.ði.kaˈsθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐δι‐κα‐σθείς

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδικασθείς
καταδικασθέντας
η καταδικασθείσα το καταδικασθέν
      γενική του καταδικασθέντος
καταδικασθέντα
της καταδικασθείσας
καταδικασθείσης*
του καταδικασθέντος
    αιτιατική τον καταδικασθέντα την καταδικασθείσα το καταδικασθέν
     κλητική καταδικασθείς
καταδικασθέντα
καταδικασθείσα καταδικασθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδικασθέντες οι καταδικασθείσες τα καταδικασθέντα
      γενική των καταδικασθέντων των καταδικασθεισών των καταδικασθέντων
    αιτιατική τους καταδικασθέντες τις καταδικασθείσες τα καταδικασθέντα
     κλητική καταδικασθέντες καταδικασθείσες καταδικασθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
καταδικασθείς: αρχαία ελληνική καταδικασθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος καταδικάζω

  Μετοχή επεξεργασία

καταδικασθείς, -είσα, -έν

  • (λόγιο) που καταδικάστηκε σε δικαστήριο
    ο καταδικασθείς σε 20ετή κάθειρξη
    η καταδικασθείσα άσκησε έφεση
    Εκτελέστηκαν τελικά οι καταδικασθέντες για ληστεία! (εκείνοι που είχαν καταδικαστεί)
    Αθώους έκρινε ο Άρειος Πάγος τους καταδικασθέντες σε θάνατο κατά τη «Δίκη των Έξι» μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από αίτηση για αναψηλάφηση της δίκης από τον εγγονό ενός από τους καταδικασθέντες

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις καταδικάζω, δικάζω και δίκη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

καταδικασθείς: ρηματικός τύπος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταδικασθείς