αδίκαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααδίκαστος, -η, -ο
- που δεν έχει ακόμα δικαστεί
- ※ Στη συνέχεια, το κράτος έχασε και την ικανότητα να εφαρμόζει τον νόμο εξαιτίας της βαθμιαίας διάβρωσής του και της επικράτησης μιας ευρύτατης αρνησιδικίας. Σύμφωνα με νέα στοιχεία, το σύνολο των αδίκαστων υποθέσεων στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πλέον ξεπεράσει το όριο των 30.000 (Στάθης Ν. Καλύβας, Πού είμαστε και πού πάμε;: Διατρέχοντας την κρίση (2009-2016) και ατενίζοντας το μέλλον, εκδ. Μεταίχμιο, 2016 [1])