judiciaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʒy.di.sjɛʁ/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
judiciaire | judiciaires |
judiciaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
judiciaire | judiciaires |
judiciaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό