extrajudiciaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- extrajudiciaire < extra- + judiciaire
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
extrajudiciaire | extrajudiciaires |
extrajudiciaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν ανήκει στη δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου, εξώδικος