άτοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άτοπος | η | άτοπος & άτοπη |
το | άτοπο |
γενική | του | ατόπου & άτοπου |
της | ατόπου & άτοπης |
του | ατόπου & άτοπου |
αιτιατική | τον | άτοπο | την | άτοπο & άτοπη |
το | άτοπο |
κλητική | άτοπε | άτοπε & άτοπη |
άτοπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άτοποι | οι | άτοποι & άτοπες |
τα | άτοπα |
γενική | των | ατόπων & άτοπων |
των | ατόπων & άτοπων |
των | ατόπων & άτοπων |
αιτιατική | τους | ατόπους & άτοπους |
τις | ατόπους & άτοπες |
τα | άτοπα |
κλητική | άτοποι | άτοποι & άτοπες |
άτοπα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άτοπος < αρχαία ελληνική ἄτοπος
Επίθετο
επεξεργασίαάτοπος, -ος/-η, -ο
- που είναι σε αντίθεση με τη λογική
- που δεν ταιριάζει στην περίπτωση στην οποία αναφερόμαστε