συζυγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασυζυγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το σύζυγο ή τη σύζυγο, ανήκει σ’ αυτούς, αναφέρεται σ’ αυτούς ή έχει να κάνει με τον έγγαμο βίο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- συζυγικό καθήκον: η σεξουαλική επαφή των δύο συζύγων