αλλαξόπιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλαξόπιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααλλαξόπιστος, -η, -ο
- που αλλάζει θρησκεία
- (με αρνητική σημασία) που αλλάζει πεποιθήσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλλαξόπιστος
|