↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλαξόπιστος η αλλαξόπιστη το αλλαξόπιστο
      γενική του αλλαξόπιστου της αλλαξόπιστης του αλλαξόπιστου
    αιτιατική τον αλλαξόπιστο την αλλαξόπιστη το αλλαξόπιστο
     κλητική αλλαξόπιστε αλλαξόπιστη αλλαξόπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλαξόπιστοι οι αλλαξόπιστες τα αλλαξόπιστα
      γενική των αλλαξόπιστων των αλλαξόπιστων των αλλαξόπιστων
    αιτιατική τους αλλαξόπιστους τις αλλαξόπιστες τα αλλαξόπιστα
     κλητική αλλαξόπιστοι αλλαξόπιστες αλλαξόπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλαξόπιστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αλλαξόπιστος, -η, -ο

  1. που αλλάζει θρησκεία
  2. (με αρνητική σημασία) που αλλάζει πεποιθήσεις


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία