μεταλλάκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλλάκτης < ελληνιστική κοινή μεταλλακτήρ ή αρχαία ελληνική μεταλλακτός + -ης < αρχαία ελληνική μεταλλάσσω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transformer[1] [2])
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταλλάκτης αρσενικό
- (τεχνολογία, ηλεκτρολογία, τηλεπικοινωνίες) ο μετατροπέας, συσκευή που συμβάλλει στη μεταλλαγή
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλλάκτης
- ↑ μεταλλάκτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ μεταλλάκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας