μεταλλακτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλλακτήρας < ελληνιστική κοινή μεταλλακτήρ < αρχαία ελληνική μεταλλάσσω < μετά + ἀλλάσσω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transformateur[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταλλακτήρας αρσενικό
- (ηλεκτρολογία, παρωχημένο) συσκευή που μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές ή το αντίθετο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλλακτήρας
- ↑ μεταλλακτήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)