μεταλλακτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μεταλλακτήρ | οἱ | μεταλλακτῆρες | ||||
γενική | τοῦ | μεταλλακτῆρος | τῶν | μεταλλακτήρων | ||||
δοτική | τῷ | μεταλλακτῆρῐ | τοῖς | μεταλλακτῆρσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | μεταλλακτῆρᾰ | τοὺς | μεταλλακτῆρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μεταλλακτήρ | μεταλλακτῆρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταλλακτῆρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μεταλλακτήροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταλλακτήρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μεταλλάσσω, μετ-αλλακ- + -τήρ
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μεταλλακτήρας (με ειδικότερη σημασία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλακτήρ, -ῆρος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) εκείνος που αλλάζει, μεταλλάσεται
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μεταλλάσω, μετά και ἀλλάσσω
Πηγές
επεξεργασία- μεταλλακτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.