μετάλλαξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μετάλλαξῐς | αἱ | μεταλλάξεις |
γενική | τῆς | μεταλλάξεως | τῶν | μεταλλάξεων |
δοτική | τῇ | μεταλλάξει | ταῖς | μεταλλάξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μετάλλαξῐν | τὰς | μεταλλάξεις |
κλητική ὦ! | μετάλλαξῐ | μεταλλάξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταλλάξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μεταλλαξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετάλλαξις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετάλλαξις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- μετάλλαξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετάλλαξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.