ανάλλαγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανάλλαγος, -η, -ο
- που δεν έχει μεταβληθεί
- που δεν έχει αλλάξει ρούχα ή εσώρουχα, που φοράει βρόμικα
- Παιδιά μ’, γιατί ’στε ανάλλαγα, γιατί ’στε λερωμένα; / Είμαστ’ από τον πόλεμο... (Στίχοι δημοτικού τραγουδιού)