ανάλλαχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάλλαχτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάλλακτος
Επίθετο επεξεργασία
ανάλλαχτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ανάλλαγος
- ※ Ανάλλαχτος είχε μείνει ο Μακρής κι ας διαβήκαν από τότε που χωρίσαμε δέκα ακέρια χρόνια. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάλλαχτος
|