Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεγυρίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεγυρίζω

  1. σωματική βελτίωση, ανάρρωση, συχνά μετά από μια αρρώστια ή κακουχία.
    οι διακοπές στην εξοχή σου έκαναν καλό, ξεγύρισες!
  2. αλλάζω, αναστρέφω
    η κατάσταση ξεγύρισε

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία