Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταγυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεταγυρίζω < μετα- + γυρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταγυρίζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. αμεταγύριστοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταγυρίζω < {μετα- + γυρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταγυρίζω & ματαγυρίζω

  1. επιστρέφω, γυρίζω
  2. μετανοώ, μεταστρέφομαι
  3. μετατρέπω, αλλάζω
    → δείτε  νέα ελληνικά: ματαγυρίζω
  4. (για κοντάρι) στριφογυρίζω, στρέφω
  5. (αμετάβατο) μεταστρέφομαι

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία