gyros
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gyros | gyros |
Ετυμολογία επεξεργασία
- gyros < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική γύρος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
gyros (en)
- (γαστρονομία) το ελληνικό έδεσμα γύρος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη gyro- & Αγγλικές λέξεις με πρόθημα gyro- στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
and;;
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
gyros (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το ελληνικό έδεσμα γύρος