ενικός         πληθυντικός  
gyros gyros

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gyros < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική γύρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾos/ as in Greek

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gyros (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

and;;



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gyros (fr) αρσενικό