Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιφτέκι τα μπιφτέκια
      γενική του μπιφτεκιού των μπιφτεκιών
    αιτιατική το μπιφτέκι τα μπιφτέκια
     κλητική μπιφτέκι μπιφτέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα ψημένο μπιφτέκι

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιφτέκι < (άμεσο δάνειο) γαλλική bifteck < αγγλική beefsteak < beef (βοδινό κρέας) + steak (μπριζόλα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /biˈfte.ci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιφτέκι ουδέτερο

  • (γαστρονομία) παρασκεύασμα από κιμά (συνήθως μοσχαρίσιο) το οποίο πλάθεται σε στρογγυλό σχήμα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία