μπιφτέκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπιφτέκι | τα | μπιφτέκια |
γενική | του | μπιφτεκιού | των | μπιφτεκιών |
αιτιατική | το | μπιφτέκι | τα | μπιφτέκια |
κλητική | μπιφτέκι | μπιφτέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπιφτέκι < (άμεσο δάνειο) γαλλική bifteck < αγγλική beefsteak < beef (βοδινό κρέας) + steak (μπριζόλα)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπιφτέκι ουδέτερο
- (γαστρονομία) παρασκεύασμα από κιμά (συνήθως μοσχαρίσιο) το οποίο πλάθεται σε στρογγυλό σχήμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μπιφτέκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπιφτέκι