bifsteko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bifsteko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bifsteko | bifstekoj |
αιτιατική | bifstekon | bifstekojn |
bifsteko (eo)
- το μπιφτέκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bifsteko | bifstekoj |
αιτιατική | bifstekon | bifstekojn |
bifsteko (eo)