μπιφτεκώνω
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμπιφτεκώνω < μπιφτέκ(ι) + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαμπιφτεκώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπιφτεκώνω | μπιφτέκωνα | θα μπιφτεκώνω | να μπιφτεκώνω | μπιφτεκώνοντας | |
β' ενικ. | μπιφτεκώνεις | μπιφτέκωνες | θα μπιφτεκώνεις | να μπιφτεκώνεις | μπιφτέκωνε | |
γ' ενικ. | μπιφτεκώνει | μπιφτέκωνε | θα μπιφτεκώνει | να μπιφτεκώνει | ||
α' πληθ. | μπιφτεκώνουμε | μπιφτεκώναμε | θα μπιφτεκώνουμε | να μπιφτεκώνουμε | ||
β' πληθ. | μπιφτεκώνετε | μπιφτεκώνατε | θα μπιφτεκώνετε | να μπιφτεκώνετε | μπιφτεκώνετε | |
γ' πληθ. | μπιφτεκώνουν(ε) | μπιφτέκωναν μπιφτεκώναν(ε) |
θα μπιφτεκώνουν(ε) | να μπιφτεκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπιφτέκωσα | θα μπιφτεκώσω | να μπιφτεκώσω | μπιφτεκώσει | ||
β' ενικ. | μπιφτέκωσες | θα μπιφτεκώσεις | να μπιφτεκώσεις | μπιφτέκωσε | ||
γ' ενικ. | μπιφτέκωσε | θα μπιφτεκώσει | να μπιφτεκώσει | |||
α' πληθ. | μπιφτεκώσαμε | θα μπιφτεκώσουμε | να μπιφτεκώσουμε | |||
β' πληθ. | μπιφτεκώσατε | θα μπιφτεκώσετε | να μπιφτεκώσετε | μπιφτεκώστε | ||
γ' πληθ. | μπιφτέκωσαν μπιφτεκώσαν(ε) |
θα μπιφτεκώσουν(ε) | να μπιφτεκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπιφτεκώσει | είχα μπιφτεκώσει | θα έχω μπιφτεκώσει | να έχω μπιφτεκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπιφτεκώσει | είχες μπιφτεκώσει | θα έχεις μπιφτεκώσει | να έχεις μπιφτεκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπιφτεκώσει | είχε μπιφτεκώσει | θα έχει μπιφτεκώσει | να έχει μπιφτεκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπιφτεκώσει | είχαμε μπιφτεκώσει | θα έχουμε μπιφτεκώσει | να έχουμε μπιφτεκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπιφτεκώσει | είχατε μπιφτεκώσει | θα έχετε μπιφτεκώσει | να έχετε μπιφτεκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπιφτεκώσει | είχαν μπιφτεκώσει | θα έχουν μπιφτεκώσει | να έχουν μπιφτεκώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπιφτεκώνω
|