doom
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdoom (en)
- αίσθηση επερχόμενου κινδύνου
- ο θάνατος, η μοίρα
- ζωγραφική απεικόνιση της Δευτέρας Παρουσίας
Ρήμα
επεξεργασίαdoom (en)
- καταδικάζω σε τρομερή μοίρα
Εκφράσεις
επεξεργασία- (πληροφορική) pyramid of doom