Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμπελοκτήμονας οι αμπελοκτήμονες
      γενική του αμπελοκτήμονα των αμπελοκτημόνων
    αιτιατική τον αμπελοκτήμονα τους αμπελοκτήμονες
     κλητική αμπελοκτήμονα αμπελοκτήμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπελοκτήμονας < καθαρεύουσα ἀμπελοκτήμων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /am.be.loˈkti.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μπε‐λο‐κτή‐μο‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπελοκτήμονας αρσενικό

  • άλλη μορφή του αμπελοκτηματίας
    ※ Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας διεύθυνσης της κεντρικής υπηρεσίας του Γενικού Χημείου του Κράτους, μπορεί να χορηγηθεί στους πρωτοβάθμιους γεωργικούς συνεταιρισμούς δυσπρόσιτων ορεινών ή νησιωτικών κοινοτήτων της χώρας, άδεια κατασκευής και κατοχής ενός (1) άμβυκα χωρητικότητας μέχρι 130 χιλιογράμμων, εφ’ όσον στην περιοχή αυτή δεν υπάρχει οργανωμένο οινοποιείο και οι αμπελοκτήμονες της κοινότητας δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από τους άμβυκες που λειτουργούν μέσα στα όρια της κοινότητας. Ο άμβυκας αυτός θα χρησιμοποιείται μόνο για την απόσταξη των στεμφύλων των αμπελοκτημόνων της κοινότητας όπου εδρεύει ο πρωτοβάθμιος γεωργικός συνεταιρισμός.
    Νόμος υπ’ αριθ. 1802/1988 - Τροποποίηση διατάξεων του κώδικα νόμων «περί φορολογίας του οινοπνεύματος» και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ 172/Α/19-8-1988

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αμπελοκτήμονας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)