αμπελοκτηματίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /am.be.lo.kti.maˈti.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπε‐λο‐κτη‐μα‐τί‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπελοκτηματίας αρσενικό
- ο ιδιοκτήτης αμπελιών
- ※ Κάποιος μεγάλος αμπελοκτηματίας από τα Σπάτα της Αττικής, αναφέρει η ιστορία, με πολλά στρέμματα δικά του, μάζευε κάθε χρόνο ένα σωρό διαλεχτά σταφύλια. Από συνήθεια όμως άφηνε κάθε φορά που τρυγούσε επάνω στα κλήματα τα μικρά τσαμπιά για τους φτωχούς του χωριού. Αυτή τη συνήθεια την κρατούσε κάθε φορά την περίοδο του τρύγου.
- Γιατί... λέμε «Mάζευε κι ας είν' και ρώγες»;, Τα Νέα, 30 Σεπτεμβρίου 2003
- ※ Κάποιος μεγάλος αμπελοκτηματίας από τα Σπάτα της Αττικής, αναφέρει η ιστορία, με πολλά στρέμματα δικά του, μάζευε κάθε χρόνο ένα σωρό διαλεχτά σταφύλια. Από συνήθεια όμως άφηνε κάθε φορά που τρυγούσε επάνω στα κλήματα τα μικρά τσαμπιά για τους φτωχούς του χωριού. Αυτή τη συνήθεια την κρατούσε κάθε φορά την περίοδο του τρύγου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμπελοκτηματίας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αμπελοκτηματίας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας