Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατακτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατακτημέν
ος
η
κατακτημέν
η
το
κατακτημέν
ο
γενική
του
κατακτημέν
ου
της
κατακτημέν
ης
του
κατακτημέν
ου
αιτιατική
τον
κατακτημέν
ο
την
κατακτημέν
η
το
κατακτημέν
ο
κλητική
κατακτημέν
ε
κατακτημέν
η
κατακτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατακτημέν
οι
οι
κατακτημέν
ες
τα
κατακτημέν
α
γενική
των
κατακτημέν
ων
των
κατακτημέν
ων
των
κατακτημέν
ων
αιτιατική
τους
κατακτημέν
ους
τις
κατακτημέν
ες
τα
κατακτημέν
α
κλητική
κατακτημέν
οι
κατακτημέν
ες
κατακτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατακτημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατακτώ
Μετοχή
επεξεργασία
κατακτημένος, -η, -ο
που έχει
κατακτηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακατάκτητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατακτημένος
αγγλικά
:
conquered
(en)
γαλλικά
:
conquis
(fr)
,
occupé
(fr)