↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακτημένος η κατακτημένη το κατακτημένο
      γενική του κατακτημένου της κατακτημένης του κατακτημένου
    αιτιατική τον κατακτημένο την κατακτημένη το κατακτημένο
     κλητική κατακτημένε κατακτημένη κατακτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακτημένοι οι κατακτημένες τα κατακτημένα
      γενική των κατακτημένων των κατακτημένων των κατακτημένων
    αιτιατική τους κατακτημένους τις κατακτημένες τα κατακτημένα
     κλητική κατακτημένοι κατακτημένες κατακτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακτώ

κατακτημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία