μεγαλοκτηματίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | μεγαλοκτηματίας | οι | μεγαλοκτηματίες |
γενική | του/της | μεγαλοκτηματία | των | μεγαλοκτηματιών |
αιτιατική | τον/τη | μεγαλοκτηματία | τους/τις | μεγαλοκτηματίες |
κλητική | μεγαλοκτηματία | μεγαλοκτηματίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαλοκτηματίας αρσενικό
- αυτός που έχει στην ιδιοκτησία του πολλά ή μεγάλα κτήματα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοκτηματίας
|