ενικός         πληθυντικός  
estate estates

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

estate (en)

  1. κτήμα, ιδιοκτησία, περιουσία
  2. κοινωνική θέση

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

estate (it)