πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κτηματολόγιο τα κτηματολόγια
      γενική του κτηματολόγιου
& κτηματολογίου
των κτηματολόγιων
& κτηματολογίων
    αιτιατική το κτηματολόγιο τα κτηματολόγια
     κλητική κτηματολόγιο κτηματολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κτηματολόγιο < κτήματο(ς) + -λόγιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κτηματολόγιο ουδέτερο

  1. δημόσιο βιβλίο, ή ηλεκτρονικό μητρώο στο οποίο είναι καταγεγραμμένα λεπτομερειακά (θέση, έκταση, κυριότητα και αξία) τα ακίνητα μιας περιοχής
  2. η υπηρεσία υπεύθυνη για την κυριότητα και μεταβίβαση κτημάτων

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία