Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κτηματολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
κτηματικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κτηματολογικ
ός
η
κτηματολογικ
ή
το
κτηματολογικ
ό
γενική
του
κτηματολογικ
ού
της
κτηματολογικ
ής
του
κτηματολογικ
ού
αιτιατική
τον
κτηματολογικ
ό
την
κτηματολογικ
ή
το
κτηματολογικ
ό
κλητική
κτηματολογικ
έ
κτηματολογικ
ή
κτηματολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κτηματολογικ
οί
οι
κτηματολογικ
ές
τα
κτηματολογικ
ά
γενική
των
κτηματολογικ
ών
των
κτηματολογικ
ών
των
κτηματολογικ
ών
αιτιατική
τους
κτηματολογικ
ούς
τις
κτηματολογικ
ές
τα
κτηματολογικ
ά
κλητική
κτηματολογικ
οί
κτηματολογικ
ές
κτηματολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κτηματολογικός
<
κτηματολόγιο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κτηματολογικός
που σχετίζεται με το
κτηματολόγιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κτηματολογικός
γαλλικά
:
cadastral
(fr)
ισπανικά
:
catastral
(es)
πολωνικά
:
katastralny
(pl)