ακτήμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακτήμων & ακτήμονας |
η | ακτήμων | το | ακτήμον |
γενική | του | ακτήμονος & ακτήμονα |
της | ακτήμονος | του | ακτήμονος |
αιτιατική | τον | ακτήμονα | την | ακτήμονα | το | ακτήμον |
κλητική | ακτήμων & ακτήμονα |
ακτήμων | ακτήμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακτήμονες | οι | ακτήμονες | τα | ακτήμονα |
γενική | των | ακτημόνων | των | ακτημόνων | των | ακτημόνων |
αιτιατική | τους | ακτήμονες | τις | ακτήμονες | τα | ακτήμονα |
κλητική | ακτήμονες | ακτήμονες | ακτήμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακτήμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκτήμων
Επίθετο
επεξεργασίαακτήμων, -ων, -ον [1]
- (λόγιο) που δεν έχει κτηματική περιουσία
- Ακτήμονες αγρότες εναντίον εταιριών βιοτεχνολογίας (τίτλος άρθρου της εφημερίδας ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 17 Μάρτη 2006)
- (λόγιο, μεταφορικά) εκείνος που δεν έχει καμία κτήση, ακίνητη περιουσία, κανένα διαμέρισμα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ακτήμονας (με νεότερες καταλήξεις, και ουσιαστικό)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακτημοσύνη
- → δείτε τις λέξεις κτήμα και κτώμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία που δεν έχει χτήματα
|
που δεν καθόλου ακίνητη περιουσία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)