κτηματογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κτηματογράφηση | οι | κτηματογραφήσεις |
γενική | της | κτηματογράφησης* | των | κτηματογραφήσεων |
αιτιατική | την | κτηματογράφηση | τις | κτηματογραφήσεις |
κλητική | κτηματογράφηση | κτηματογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κτηματογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακτηματογράφηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία της καταγραφής κτημάτων σε κτηματολόγιο
Συγγενικά
επεξεργασία- κτηματογραφικός
- κτηματογράφος
- κτηματογραφώ
- → δείτε τις λέξεις κτήμα και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κτηματογράφηση