↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτηματογράφηση οι κτηματογραφήσεις
      γενική της κτηματογράφησης* των κτηματογραφήσεων
    αιτιατική την κτηματογράφηση τις κτηματογραφήσεις
     κλητική κτηματογράφηση κτηματογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κτηματογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κτηματογράφηση < κτήμα + -ο- + -γράφηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κτηματογράφηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία