κτηματογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κτηματογραφώ < κτηματογράφηση + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
επεξεργασίακτηματογραφώ (παθητική φωνή: κτηματογραφούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κτηματογράφηση, κτήμα και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κτηματογραφώ | κτηματογραφούσα | θα κτηματογραφώ | να κτηματογραφώ | κτηματογραφώντας | |
β' ενικ. | κτηματογραφείς | κτηματογραφούσες | θα κτηματογραφείς | να κτηματογραφείς | (κτηματογράφει) | |
γ' ενικ. | κτηματογραφεί | κτηματογραφούσε | θα κτηματογραφεί | να κτηματογραφεί | ||
α' πληθ. | κτηματογραφούμε | κτηματογραφούσαμε | θα κτηματογραφούμε | να κτηματογραφούμε | ||
β' πληθ. | κτηματογραφείτε | κτηματογραφούσατε | θα κτηματογραφείτε | να κτηματογραφείτε | κτηματογραφείτε | |
γ' πληθ. | κτηματογραφούν(ε) | κτηματογραφούσαν(ε) | θα κτηματογραφούν(ε) | να κτηματογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κτηματογράφησα | θα κτηματογραφήσω | να κτηματογραφήσω | κτηματογραφήσει | ||
β' ενικ. | κτηματογράφησες | θα κτηματογραφήσεις | να κτηματογραφήσεις | κτηματογράφησε | ||
γ' ενικ. | κτηματογράφησε | θα κτηματογραφήσει | να κτηματογραφήσει | |||
α' πληθ. | κτηματογραφήσαμε | θα κτηματογραφήσουμε | να κτηματογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | κτηματογραφήσατε | θα κτηματογραφήσετε | να κτηματογραφήσετε | κτηματογραφήστε | ||
γ' πληθ. | κτηματογράφησαν κτηματογραφήσαν(ε) |
θα κτηματογραφήσουν(ε) | να κτηματογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κτηματογραφήσει | είχα κτηματογραφήσει | θα έχω κτηματογραφήσει | να έχω κτηματογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κτηματογραφήσει | είχες κτηματογραφήσει | θα έχεις κτηματογραφήσει | να έχεις κτηματογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κτηματογραφήσει | είχε κτηματογραφήσει | θα έχει κτηματογραφήσει | να έχει κτηματογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κτηματογραφήσει | είχαμε κτηματογραφήσει | θα έχουμε κτηματογραφήσει | να έχουμε κτηματογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κτηματογραφήσει | είχατε κτηματογραφήσει | θα έχετε κτηματογραφήσει | να έχετε κτηματογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κτηματογραφήσει | είχαν κτηματογραφήσει | θα έχουν κτηματογραφήσει | να έχουν κτηματογραφήσει |
|