Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτηματογραφώ < κτηματογράφηση + (αναδρομικός σχηματισμός)

  Ρήμα επεξεργασία

κτηματογραφώ (παθητική φωνή: κτηματογραφούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία