↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαιοκτήμων οι γαιοκτήμονες
      γενική του γαιοκτήμονος των γαιοκτημόνων
    αιτιατική τον γαιοκτήμονα τους γαιοκτήμονες
     κλητική γαιοκτήμων
γαιοκτήμον*
γαιοκτήμονες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Δείτε και το νεότερο γαιοκτήμονας.
Κατηγορία όπως «νηογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαιοκτήμων < γαιο- + κτήμα + -ων < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Landbesitzer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαιοκτήμων αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία