Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαιοκτησία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γαιοκτησί
α
οι
γαιοκτησί
ες
γενική
της
γαιοκτησί
ας
των
γαιοκτησι
ών
αιτιατική
τη
γαιοκτησί
α
τις
γαιοκτησί
ες
κλητική
γαιοκτησί
α
γαιοκτησί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαιοκτησία
<
γαιο-
+
-κτησία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γαιοκτησία
θηλυκό
η
απόκτηση
γης
η
κατοχή
μεγάλης έκτασης γης
Συγγενικά
επεξεργασία
γαιοκτήμονας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαιοκτησία
αγγλικά
:
landowning
(en)
γαλλικά
:
propriété
(fr)
foncière
(fr)