Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταφιδοκτήμονας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σταφιδοκτήμον
ας
οι
σταφιδοκτήμον
ες
γενική
του
σταφιδοκτήμον
α
των
σταφιδοκτημόν
ων
αιτιατική
τον
σταφιδοκτήμον
α
τους
σταφιδοκτήμον
ες
κλητική
σταφιδοκτήμον
α
σταφιδοκτήμον
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σταφιδοκτήμονας
<
σταφίδα
+
ακτήμονας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σταφιδοκτήμονας
αρσενικό
ο
καλλιεργητής
έκτασης
, που δεν του ανήκει, με
σταφίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταφιδοκτήμονας