σταφιδοκτήμονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σταφιδοκτήμονας αρσενικό
- ο καλλιεργητής έκτασης , που δεν του ανήκει, με σταφίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταφιδοκτήμονας
|