fshat
Αλβανικά (sq)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fshat < μεσαιωνική ελληνική φουσσᾶτον / φοσσᾶτον < λατινική fossatum «στρατόπεδο, τάφρος»
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfshat (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: fshati) (πληθυντικός fshatra)
Σημειώσεις
επεξεργασία- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη φουσάτο