χωριατιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χωριατιά | οι | χωριατιές |
γενική | της | χωριατιάς | των | χωριατιών |
αιτιατική | τη | χωριατιά | τις | χωριατιές |
κλητική | χωριατιά | χωριατιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχωριατιά θηλυκό
- η ιδιότητα του χωριάτη, του άξεστου και χωρίς τρόπους ανθρώπου
- ※ Τὸν κακόμοιρο τὸ μεγάλον ἄνθρωπο, ποῦ τὸν κατάντησε! Αὐτὴ ποὺ τὰ μαλλιά της δὲν εἶναι ποτὲ λουσμένα, ποὺ ντύνεται μὲ τόση χωριατιά καὶ ποὺ ἡ ζώνη της βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς ὤμους της!
- Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία
- ※ Τὸν κακόμοιρο τὸ μεγάλον ἄνθρωπο, ποῦ τὸν κατάντησε! Αὐτὴ ποὺ τὰ μαλλιά της δὲν εἶναι ποτὲ λουσμένα, ποὺ ντύνεται μὲ τόση χωριατιά καὶ ποὺ ἡ ζώνη της βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς ὤμους της!
- άξεστος λόγος ή πράξη