↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωριατιά οι χωριατιές
      γενική της χωριατιάς των χωριατιών
    αιτιατική τη χωριατιά τις χωριατιές
     κλητική χωριατιά χωριατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωριατιά < χωριάτης + -ιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χωριατιά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του χωριάτη, του άξεστου και χωρίς τρόπους ανθρώπου
    ※  Τὸν κακόμοιρο τὸ μεγάλον ἄνθρωπο, ποῦ τὸν κατάντησε! Αὐτὴ ποὺ τὰ μαλλιά της δὲν εἶναι ποτὲ λουσμένα, ποὺ ντύνεται μὲ τόση χωριατιά καὶ ποὺ ἡ ζώνη της βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς ὤμους της!
    Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία
  2. άξεστος λόγος ή πράξη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία