Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χωριατόπαιδο τα χωριατόπαιδα
      γενική του χωριατόπαιδου των χωριατόπαιδων
    αιτιατική το χωριατόπαιδο τα χωριατόπαιδα
     κλητική χωριατόπαιδο χωριατόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωριατόπαιδο < χωριάτης + παιδί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωριατόπαιδο ουδέτερο

  • παιδί που ζει ή μεγάλωσε σε χωριό
    ※  Αυτός ο άνθρωπος είχε καταφέρει, από φτωχό χωριατόπαιδο, να κάνει περιουσία και ν' ανέβει στην κοινωνία, έτσι που να τον λογαριάζουνε στην Αθήνα και να τον συμβουλεύονται σπουδαίοι άνθρωποι. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία