μεσοχώρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσοχώρι | τα | μεσοχώρια |
γενική | του | μεσοχωριού | των | μεσοχωριών |
αιτιατική | το | μεσοχώρι | τα | μεσοχώρια |
κλητική | μεσοχώρι | μεσοχώρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.soˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐χώ‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσοχώρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το κέντρο του χωριού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσοχώρι
|
Πηγές επεξεργασία
- μεσοχώρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας