κεφαλοχώρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεφαλοχώρι | τα | κεφαλοχώρια |
γενική | του | κεφαλοχωριού | των | κεφαλοχωριών |
αιτιατική | το | κεφαλοχώρι | τα | κεφαλοχώρια |
κλητική | κεφαλοχώρι | κεφαλοχώρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακεφαλοχώρι < κεφαλο- + -χώρι,[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.fa.loˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λο‐χώ‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεφαλοχώρι ουδέτερο
- το μεγαλύτερο ή σημαντικότερο χωριό μιας περιοχής, συνήθως και το πιο πλούσιο, το οποίο δεν είχε εξάρτηση από άλλα χωριά
- (ιστορία, οικονομία) κατά την Τουρκοκρατία, χωριό (κατά κανόνα ορεινό) με ελεύθερα κτήματα, του οποίου οι κάτοικοι ήταν ελεύθεροι γεωργοί, σε αντίθεση με το τσιφλίκι, που ανήκε σε γαιοκτήμονα και το καλλιεργούσαν επίμορτοι γεωργοί (κολίγοι) ή εργάτες γης[3]
Συγγενικά
επεξεργασία- Κεφαλοχώρι (τοπωνύμιο)
- κεφαλόβρυσο
- κεφαλόσκαλο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κεφαλοχώρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Α.Δ.Σ. (= Αριστοτέλης Σίδερης), λήμμα «κεφαλοχώρι», στο: Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 7 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1929), σ. 569.