Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεφαλόσκαλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κεφαλόσκαλ
ο
τα
κεφαλόσκαλ
α
γενική
του
κεφαλόσκαλ
ου
των
κεφαλόσκαλ
ων
αιτιατική
το
κεφαλόσκαλ
ο
τα
κεφαλόσκαλ
α
κλητική
κεφαλόσκαλ
ο
κεφαλόσκαλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεφαλόσκαλο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεφαλόσκαλο
ουδέτερο
το κορυφαίο σκαλί
Συγγενικά
επεξεργασία
πλατύσκαλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεφαλόσκαλο
αγγλικά
:
landing
(en)
,
stairs
(en)
γαλλικά
:
palier
(fr)