χωριάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χωριάτα | οι | χωριάτες |
γενική | της | χωριάτας | — | |
αιτιατική | τη | χωριάτα | τις | χωριάτες |
κλητική | χωριάτα | χωριάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χωριάτα < χωριάτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xoɾˈʝa.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ριά‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωριάτα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά & μεταφορικά) μορφή του χωριάτισσα, θηλυκό του χωριάτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
χωριάτα
|