ακτινοπτερύγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαακτινοπτερύγιο ουδέτερο
αυτό που έχει πτερύγια είτε ραχιαία είτε στην ουρά είτε και στα δυο
ιχθυολ. στο πληθυντικό «Ακτινοπτερύγιοι» (Actinopterygii) αποτελεί την πολυπληθέστηρη ομοταξία ή κλάση των ψαριων περ. 95% Actinopterygii